καστορίζω

καστορίζω
καστορίζω (Α) [κάστωρ]
μοιάζω σε κάτι με κάστορα («καστορίζειν τῇ ὀσμῇ», Διοσκ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καστορίζον — καστορίζω to be like castor pres part act masc voc sg καστορίζω to be like castor pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καστορίζοντες — καστορίζω to be like castor pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καστορίζων — καστορίζω to be like castor pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάστορας — (Castor fiber). Τρωκτικό της οικογένειας των καστοριδών. Το θηλαστικό αυτό, κοινό άλλοτε σε εκτεταμένες περιοχές της Ευρώπης και της Ασίας, έχει σήμερα ελαττωθεί αριθμητικά στην Ευρώπη και συναντάται μόνο σε περιορισμένες ζώνες, από τη βόρεια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”